- εμπιστευτικός
- η , ό[ν] доверительный; конфиденциальный; секретный;
εμπιστευτική αποστολή — секретная миссия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπιστευτική αποστολή — секретная миссия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εμπιστευτικός — ή, ό αυτός που προϋποθέτει ή επιβάλλει εχεμύθεια, ή μυστικότητα («εμπιστευτική πληροφορία, έγγραφο, θέση κ.λπ.») … Dictionary of Greek
εμπιστευτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που βασίζεται στην εμπιστοσύνη, την καλή πίστη, εχέμυθος, μυστικός: Εμπιστευτική θέση. – Εμπιστευτική αποστολή. 2. που λέγεται ή γίνεται με απόλυτη μυστικότητα και εχεμύθεια: Εμπιστευτικές ανακοινώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… … Dictionary of Greek
ευόμιλος — εὐόμιλος, ον (ΑΜ) μσν. καταδεκτικός, ευπροσήγορος αρχ. 1. κοινωνικός 2. εμπιστευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όμιλος «ομάδα, παρέα»] … Dictionary of Greek